τάβανος

τάβανος
Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2-2½ εκ. και αναγνωρίζεται εύκολα, όχι μόνο από το δέρμα της κοιλιάς που φέρει σκούρες λωρίδες σε κίτρινο ανοιχτό φόντο, αλλά και από τα μεγάλα μάτια που έχουν πράσινο σμαραγδί χρώμα, με χρυσωπές και πορφυρές ανταύγειες. Ενώ το αρσενικό τρέφεται με λύμφη και ζαχαρώδεις ουσίες που βγάζει από φυτά και λουλούδια, το θηλυκό τρέφεται με αίμα βοοειδών και ιπποειδών, των οποίων τρυπά το δέρμα με την κοντή, αλλά ισχυρή προβοσκίδα του: για να διευκολύνει τη μύζηση, το θηλυκό διοχετεύει στην πληγή λίγο σάλιο, οι αντιπηκτικές ουσίες του οποίου κάνουν το αίμα πολύ ρευστό. Εκτός από την ενόχληση που προκαλεί στα θηλαστικά αυτά σπάνια ο τ. προσβάλλει άλλα ζώα και τον άνθρωπο. Tο δίπτερο αυτό δεν είναι ενδιάμεσος ξενιστής παθογόνων οργανισμών, όπως αντίθετα παρατηρείται σε άλλους ταβανίδες. Μεταξύ των συγγενικών ειδών, κοινών στην Ευρώπη αναφέρουμε τον τ. τον ελληνικό (tabanus graecus) και τον tabanus apricus· σε διάφορες περιοχές των ΗΠΑ είναι κοινός ο μαύρος τ. (tabanus atratus), που φαίνεται ότι μεταδίδει στα ζώα τον άνθρακα. Ο τάβανος (tabanus borinus) είναι δίπτερο διαδομένο στην Ευρώπη, στη Β. Αφρική και στην Ασία. Το θηλυκό τρέφεται με το αίμα των βοοειδών και το αρσενικό απομυζά φυτικές ουσίες.
* * *
ο, Ν
ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας ταβανίδες τής υπόταξης βραχύκερα, στο οποίο ανήκουν 3.500 περίπου είδη, τών οποίων τα θηλυκά άτομα είναι αιματόρροφα παράσιτα τών κατοικίδιων ζώων, κν. αλογόμυγα και ντάβανος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τάβανος — τάβανος, ο και ντάβανος, ο (λ. ιταλ.), είδος μεγάλης μύγας, αλογόμυγα: Μη μ ενοχλείς σαν ντάβανος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμηλοτάβανος — η, ο, Ν αυτός που έχει χαμηλή οροφή («ένα χαμηλοτάβανο σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + τάβανος (< ταβάνι), πρβλ. ψηλο τάβανος] …   Dictionary of Greek

  • ντάβανος — και τάβανος, ο ζωολ. οίστρος, έντομο που μοιάζει με μεγάλη μύγα και τρέφεται και γεννά τα αβγά του ως παράσιτο μέσα ή επάνω στο σώμα ορισμένων χορτοφάγων ζώων, αλλ. αλογόμυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabano < λατ. tabanus «μεγάλη μύγα, αλογόμυγα»] …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”